- ριπιτί
- και ριπιτίδι, το, και ριπιτίδα, η, Νφόβος, τρόμος2. φρ. «τού πήγε [ή τόν πήγε] ριπιτί» — φοβήθηκε πάρα πολύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
ριπιτίδα — η, Ν βλ. ριπιτί … Dictionary of Greek
ριπιτίδι — το, Ν. βλ. ριπιτί … Dictionary of Greek